- παροιακίζω
- ναυτ.1. εκτρέπω το πλοίο από την καθορισμένη πλεύση του από κακό χειρισμό τού τιμονιού ή από απροσεξία, παρατιμονιάζω2. μέσ. παροιακίζομαι(για πλοίο) εκτρέπομαι από την καθορισμένη πλεύση μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οιακίζω (< οἶαξ «τιμόνι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.